A woman moans from love.
It echoes loudly through neighbourhood.
Even the peacocks from the sacred temple moan with her.
Sleepless night.
3:20 a.m.
The whole week filled with numbers.
We drag the election results in our minds
as the streetlights turn on.
The traffic light flashes red.
Moscow.
Everything sparkles in the hotel’s lobby.
Spring.
She takes one of the three keys—
each with a large keychain—
and runs to her room.
The other two wait in the suffocating lobby.
Spring lurks outside the sealed windows.
Later, she runs up the stairs.
Calmly, she arrives and says:
"My room is actually big and in good condition.”
Humidity and Spring blur the room.
Something shifts.
Faint outlines of people emerge in the back.
She sits on a couch
and begins to fade,
like the others.
Now only two remain.
One says:
“I’ll take the two keys.I will choose a room for me and the other will be yours.”
The other agrees.
He walks through the 7th floor
past closed doors.
The numbers are scrambled—
731, 532,
8, 21—
no logic to follow.
He can’t find his room.
The other key is etched with countless numbers,
and lines—
crossing in fives
like a prisoner’s calendar.
Notches worn into the metal
dig deep into the keychain.
He enters a room—
maybe this is it.
Hairy rugs.
A suffocating spring air,
darker than before.
No bed.
Only a mattress
and dirt.
He moves to the window.
Though he’s on the 7th floor,
it feels low—
opposite, a black building glows
with harsh yellow light.
He backs away.
Doesn’t like the view.
He tries the other room—
brighter.
A white bed.
A built-in mirrored unit.
Half the mirrors shattered.
A drawer dressed in broken glass.
Outside, the light has grown.
Mountains visible in the distance.
The room is better.
But fear rises.
The air chokes him.
Everything is unfamiliar.
He turns to leave—
No exit.
No door.
Only walls.
He panics.
Sweats.
Searches.
No escape.
Light floods the room,
but still
no way out.
Now—
a crowd in the room across,
like a swarm.
They all point,
the same motion.
“Look.
Open your eyes.
Wake up.
LOOK.”
He turns—
with an expression
like none he’s ever worn.
The room changes.
A strange blue,
like confetti
stuck in every hidden corner.
In one wall:
collapsed bricks.
An exit.
He steps through.
Now:
the corridor of a dark hospital.
Things are worse.
People stream in
on stretchers,
others helping them.
Wounded.
Bloodied.
From the speaker:
"Proceed to level -5.Take the injured.The ground floor must be evacuated."
Explosions above.
Growls.
He descends
in a concrete elevator
cutting through brown earth.
-5.
The doors open.
Panic.
Screams.
Gunfire in bursts.
Everyone runs.
Wild.
Terrified.
Outside:
howls like monsters.
Blood creeps
down the walls.
Rises
to the waist.
He swims through it.
His clothes,
his hair—
deep red.
Then—
a gun-burst
tears through his belly.
He staggers,
collapses
on a broken wall
like a rocky islet.
And there,
in that corner,
he dies.
He is dead.
But his gaze continues.
It passes
through the hotel walls,
the wasted nuclear energy
floating in blood,
following the terrified.
It sees inside them—
hearts pounding from fear.
His gaze
follows their hearts.
Darkness.
Your kisses.
Your lips
rush into my mouth
and tangle with mine,
shaping together.
I adore your lips.
Like a madman
I long for your kiss.
I fear
I will kiss them again.
I bow
to worship your lips,
your kisses
that give me life.
Like a sick man,
a broken man
who dies
for your lips—
I run
through this nightmarish marathon
at any cost.
Because I know:
what I worship isn’t you.
It is something ancient.
Something
that existed
long before anything else.
You started it all.
You are a Symbol—
powerful,
with many faces.
Sometimes you wear one
I recognize.
But I worship you
as others have—
across centuries.
They may have
sacrificed for you.
Lost their heads for you.
You are not you.
You are something greater.
Something terrifying—
and intoxicating.
You give me life
just to take it back.
You birth me—
and now
you will kill me
with your lips.
I am dizzy.
Overcome by dreams.
I cut off.
Another night
in late May.
Awake—
or not.
I was lost
from a kiss.
And the girl ends
with a sob
among the neighbor’s vulgar complaints.
Μια κοπέλα βογγά από έρωτα. Aκούγεται δυνατά στην πίσω γειτονιά.
Βογγάνε μαζί της και τα παγόνια από τον ιερό ναό.
Ξενυχτισμένο βράδυ, ώρα 3.20/
όλη η εβδομάδα γεμάτη αριθμούς.
Σέρνουμε στο μυαλό τα αποτελέσματα των εκλογών καθώς τα φώτα των δρόμων ανάβουν.
Το φανάρι ανάβει κόκκινο.
Μόσχα/
Όλα λάμπουν στην αίθουσα αναμονής του Ξενοδοχείου .
Άνοιξη /
Παίρνει το ένα κλειδί από τα τρία- πάνω τους περασμένα μεγάλα μπρελόκ-
τρέχει για το δωμάτιο της,
οι άλλοι δύο την περιμένουν στην αίθουσα αναμονής,
η ατμόσφαιρα αποπνικτική/ η Άνοιξη από έξω /
έξω από τα κλειστά τζάμια
παραμονεύει/
Ανεβαίνει λίγο αργότερα τις σκάλες τρέχοντας, αλλα ήρεμη φτάνοντας λέει στους άλλους δύο:
"Τελικά είναι μεγάλο και σε καλή κατάσταση το δωμάτιό μου"
η υγρασία και η Άνοιξη θολώνουν την αίθουσα
/κάτι συμβαίνει στον χώρο/
κάποιοι άνθρωποι πιο πίσω αχνοφαίνονται
η κοπέλα καθεται σε ενα καναπέ και γίνεται αχνή όπως οι άνθρωποι πιο πίσω.
Έχουν μείνει τώρα οι δυό τους/
Λέει ο ένας:
“Θα πάρω τα δυο κλειδιά ,θα διαλέξω ένα δωμάτιο για μένα και το άλλο θα είναι το δικό σου.’’
Ο άλλος συμφωνεί.
Προχωράει ανάμεσα στις κλειστές πόρτες του 7ου ορόφου
/τα δωμάτια είναι ανακατεμένα σε αριθμούς, κάπου αναγράφεται το 731 /το δίπλα του το 532
αλλού το 8 /το 21 και αλλα που δεν βγάζουν νόημα/
δεν μπορεί να βρεί το δωμάτιο του/
το άλλο κλειδί που κρατά έχει πάρα πολλούς αριθμούς χαραγμένους η γραμμένους στο μπρελόκ
και γραμμές ,που η μια τέμνει την άλλη σε πεντάδες όπως τα ημερολόγια των φυλακισμένων/
διακρίνει καθαρά τα βαθουλώματα από τις χαρακιές πάνω στο μπρελόκ του ξενοδοχείου.
Μπαίνει σε ένα δωμάτιο /μάλλον είναι αυτό /
φλοκάτες /μια αποπνιχτική ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα όμως λίγο πιο σκοτεινή από πριν.Δεν υπάρχει κρεβάτι, μόνο ένα στρώμα πάνω στις φλοκάτες και βρομιά.
Βγαίνει στο παράθυρο να δεί απέξω.
Είναι πολύ χαμηλά
παρόλο που βρίσκεται στον 7ο όροφο είναι πολύ χαμηλά
σε σχέση με το απέναντι μαύρο κτίριο με τα έντονα κίτρινα παράθυρα από το ηλεκτρικό φώς
φεύγει από το παράθυρο /δεν του αρέσει/
μπαίνει στο άλλο δωμάτιο
πιο φωτεινό/
κρεβάτι άσπρο, σύνθετο κρεβατοκάμαρας με εντοιχιζόμενους καθρέφτες/ οι μισοί είναι σπασμένοι /ένα συρτάρι ντυμένο με σπασμένο καθρέφτη/
έξω όλα φαίνονται πιο φωτεινά
μακριά διακρίνονται βουνά.
Κοιτάζει το δωμάτιο
είναι καλύτερο από το άλλο/
αλλά φοβάται εκεί μέσα .
Φοβάται τον αποπνικτικό αέρα, το άγνωστο περιβάλλον/
κάνει να βγει από το δωμάτιο/
δεν υπάρχει έξοδος/
δεν υπάρχει πόρτα για να βγεί/
γύρω γύρω τείχη/
αγχώνεται/
ψάχνει για έξοδο/
ιδρώνει /
προσπαθεί να βρεί την έξοδο
κοιτά από δω κι από κεί μέσα στο φωτεινό δωμάτιο
γεμισμένο από την θαμπάδα της Άνοιξης/
ψάχνει να βρει την έξοδο/
λουσμένος από το φως δεν μπορεί να βρει μια έξοδο.
Πολύς κόσμος τώρα στο δωμάτιο απέναντι του σαν σμάρι
του δείχνουν με την ίδια κίνηση όλοι προς κάπου
''Κοίτα .Άνοιξε τα μάτια σου επιτέλους, άντε ξύπνα ,
ΚΟΙΤΑ''
Γυρίζει με βλέμμα που όμοιο του δεν υπήρξε στη ζωή του και βλέπει το δωμάτιο
με νέο χρώμα ,ένα περίεργο μπλέ, σαν μπλέ κομφετί κολλημένα ακόμα και στην πιο κρυφή σπιθαμή του δωματίου και σε μιά γωνιά, γκρεμισμένα τούβλα που φανερώνουν την έξοδο.
Βγαίνει.
Είναι στο διάδρομο ενός σκοτεινού νοσοκομείου.
Τα πράγματα
φαίνονται χειρότερα /
πολύ κόσμος που εισέρχεται με φορεία με την βοήθεια άλλων/
εικόνες βαριά τραυματισμένων ανθρώπων /
από τα ηχεία καλούν τον κόσμο να κατεβεί στο -5 για να είναι πιο ασφαλής ,να πάρει μαζί του και τους τραυματίες.
Το ηχείο λέει:
''Το ισόγειο πρέπει να εκκενωθεί''
ενώ ακούγονται από πάνω εκρήξεις και γρυλίσματα
κατεβαίνει με ένα τσιμεντένιο ασανσέρ που σκάβει κάθετα την καφέ γη.
-5.
Ανοίγει η πόρτα και ο κόσμος τρέχει να σωθεί
Τρέχει κι αυτός/
ακούγονται απο κάπου πολυβόλα να ρίχνουν ριπές /ο κόσμος γύρω τρομοκρατημένος/
ο καθένας μοιάζει ανήμπορος να σωθεί/ τα πρόσωπα είναι απελπισμένα/
από έξω ακούγονται γριλιές σαν από τέρατα
όλοι τρέχουν άτακτα και φοβισμένα να σωθούν/
αίμα αρχίζει να νοτίζει και σιγά σιγά να κυλά από τους τοίχους/ σε λίγη ώρα το αίμα έχει φτάσει ως τη μέση του/
κολυμπά στο αίμα/
τα ρούχα του και τα μαλλιά του έχουν αποκτήσει μια σκοτεινή κόκκινη απόχρωση/
και ξάφνου μια ριπή του διαλύει την κοιλιά.
Παλεύει να
κάθήσει σε ένα γκρεμισμένο τοίχο που μοιάζει με βραχονησίδα
και εκεί στην γωνιά του τοίχου μετά απο λίγη ώρα ξεψυχάει.
Είναι νεκρός
μα το βλέμμα του συνεχίζει με τον άλλον κόσμο να τρέχει
διαπερνά τους τοίχους του ξενοδοχείου
την πυρηνική ενέργεια που σπαταλήθηκε για την επίθεση /επιπλέει στο αίμα/
ακολουθεί τους τρομαγμένους ανθρώπους /
βλέπει εσωτερικά της καρδιές τους να πάλλονται με γρήγορο ρυθμό από τον φόβο/
το βλέμμα του ακολουθεί την καρδιά των ανθρώπων.
Σκοτάδι .
Τα φιλιά σου
τα χείλη σου που μπαίνουν με ορμή στο στόμα μου και ανακατεύονται με τα δικά μου/
πλάθονται με τα δικά μου
τα λατρεύω τα χείλη σου/ σαν τρελός κάνω να γευτώ τα φιλιά σου
με φόβο σκέφτομαι ότι θα τα ξαναφιλήσω/
σκύβω να προσκυνήσω τα χείλη σου
τα φιλιά σου
που μου δίνουν ζωή
σαν αρρωστημένος ,τελειωμένος, που θα πεθαίνει για τα χείλη σου τρέχω μες σε αυτόν τον εφιαλτικό μαραθώνιο
με κάθε κόστος
γιατί ξέρω οτι αυτό που λατρεύω δεν είσαι εσύ.
Είναι κάτι πανάρχαιο
κάτι που υπήρχε από πριν
πολύ πριν δημιουργηθούνε όλα.
Εσύ τα άρχισες όλα/
είσαι ένα Σύμβολο
παντοδύναμο, έχεις πολλά πρόσωπα
αν και μερικές φορές παίρνεις ένα συγκεκριμένο/
μα εγώ σε λατρεύω
όπως και άλλοι θα έκαναν πριν από μένα
μέσα στους αιώνες
μπορεί να θυσιάστηκαν για σένα
να χάσανε το κεφάλι τους για σένα/
δεν είσαι εσύ,
είσαι κάτι ανώτερο
κάτι εφιαλτικό και ερεθιστικό μαζί/
μου δίνεις ζωή με τα φιλιά σου για να μου την πάρεις
με γεννάς
και τώρα θα με σκοτώσεις
με τα χείλια σου /
ζαλίζομαι/
κυριεύομαι απο όνειρα/
διακόπτω .
Άλλο ένα βράδυ τις τελευταίες μέρες του Μάη
ξύπνιος,
ή όχι
χάθηκα
από ένα φιλί
η κοπέλα τελειώνει με έναν σπαραγμό ανάμεσα στα χυδαία παράπονα των γειτόνων
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου